Πώς επιλέγω τον κατάλληλο ψυχοθεραπευτή;

You are currently viewing Πώς επιλέγω τον κατάλληλο ψυχοθεραπευτή;

Η επιλογή του θεραπευτή είναι υποκειμενική και συχνά σύνθετη διαδικασία. Ο θεραπευτής ενός γνωστού ή ενός φίλου, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ταιριάζει απόλυτα και σε εμάς. Η διαφορετικότητα στο χαρακτήρα και στην προσωπικότητα του καθενός, επηρεάζει αντίστοιχα και κάθε επιλογή που κάνει. Όπως ακριβώς οι προτιμήσεις σε οτιδήποτε μας αφορά (στους ανθρώπους που επιλέγουμε να συνδεθούμε, στα ρούχα που επιλέγουμε να φορέσουμε, στα φαγητά που επιλέγουμε να φάμε κ.ο.κ.) επηρεάζονται από τον τρόπο που μεγαλώσαμε, τις συνήθειες που αναπτύξαμε και τα στοιχεία που νιώθουμε ότι είναι πιο οικεία στο χαρακτήρα μας, έτσι και η επιλογή του θεραπευτή διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Μερικοί μπορεί να αισθάνονται περισσότερο άνετα με έναν άντρα θεραπευτή, ενώ άλλοι με μία γυναίκα θεραπεύτρια. Κάποιοι εμπιστεύονται καλύτερα έναν θεραπευτή μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ κάποιοι άλλοι έναν θεραπευτή ηλικιακά κοντά τους.

Ανεξάρτητα όμως με όλα τα παραπάνω, πριν επιλέξουμε τον θεραπευτή που θα μας αναλάβει και θα του “ανοίξουμε την καρδιά μας”, είναι ωφέλιμο να διερευνήσουμε κάποια στοιχεία. Αρχικά, χρειάζεται να γνωρίζουμε ότι τον τίτλο του ψυχοθεραπευτή μπορεί να τον κατέχει ένας ψυχίατρος, ένας ψυχολόγος, ένας κοινωνικός λειτουργός, ένας νοσηλευτής και γενικά επιστήμονες που προέρχονται από τον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστημών και κατέχουν βασικές γνώσεις ψυχολογίας. Για να θεωρείται κάποιος ψυχοθεραπευτής, χρειάζεται να έχει εκπαιδευτεί σε κάποια από τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις (ψυχανάλυση, γνωστική-συμπεριφορική προσέγγιση, θεραπεία Gestalt, συστημική θεραπεία κ.α.), αφού έχει ολοκληρώσει την βασική του φοίτηση σε κάποιον από τους ανθρωπιστικούς κλάδους. Δεν είναι όλοι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι ψυχοθεραπευτές.

Δεύτερον, η θεραπευτική προσέγγιση την οποία ακολουθεί ο ψυχοθεραπευτής μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην επιλογή που θα κάνουμε. Για να το κρίνουμε αυτό, χρειάζεται να πάρουμε κάποιες γενικές πληροφορίες για την εκάστοτε προσέγγιση, είτε διαβάζοντας για τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε μίας, είτε ρωτώντας κάποιον υποψήφιο προς επιλογή θεραπευτή, σε μία πρώτη διευκρινιστική συνάντηση μαζί του. Για παράδειγμα, η ψυχανάλυση ως ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, είναι μία διαδικασία περισσότερο χρονοβόρα και εστιασμένη κυρίως στο παρελθόν του ατόμου. Αντίθετα, η γνωστική-συμπεριφορική προσέγγιση είναι πιο σύντομη (διαρκεί συνήθως μικρότερο χρονικό διάστημα) και είναι εστιασμένη περισσότερο στο παρόν πρόβλημα που έχει το άτομο.

Τρίτον, η επιλογή μας χρειάζεται να εξαρτάται από το προφίλ του θεραπευτή και το συναίσθημα το οποίο μας δημιουργεί. Η παράμετρος αυτή, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω εξαρτάται πολύ και από τη δική μας ιδιοσυγκρασία. Στον καθένα, ο θεραπευτής θα πρέπει να εμπνέει ασφάλεια, εμπιστοσύνη και διάθεση να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του. Με στόχο αρχικά την διευκόλυνση της επικοινωνίας, κάποιος είναι πιθανό να επιλέξει έναν σιωπηλό θεραπευτή, ενώ κάποιος άλλος έναν θεραπευτή περισσότερο ενεργό μέσα στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Όποια και αν είναι τα χαρακτηριστικά του θεραπευτή, αυτό που χρειάζεται να εισπράττουμε από μία υγιή θεραπευτική σχέση, είναι ότι οι πληροφορίες που μοιραζόμαστε και τα συναισθήματα που νιώθουμε κάθε στιγμή γίνονται κατανοητά από το θεραπευτή ή ακόμα και αν δεν τα κατανοεί, έχει τη διάθεση να προσπαθήσει. Μόνο έτσι καταφέρνουμε να εξερευνήσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας. Στις περιπτώσεις όπου το στοιχείο της κατανόησης λείπει από την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, η συνεργασία θεραπευτή-θεραπευόμενου παύει να αποτελεί πηγή βοήθειας.